ἱμάτιον Poll.7.57
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ύφαδρος — ον, Α ο κάπως αδρός, χοντρός ή ο κάπως ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + ἁδρός «παχύς, πυκνός, ευτραφής»] … Dictionary of Greek
ὕφαδρον — ὕφαδρος somewhat thick masc/fem acc sg ὕφαδρος somewhat thick neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)